πανηγυρικῶς

πανηγυρικῶς
πανηγυρικός
of
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πανηγυρικός — ή, ό / πανηγυρικός, ή, όν, ΝΑ [πανήγυρις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή που είναι κατάλληλος για πανήγυρη, εορταστικός, πανηγυρήσιος, πανηγυριώτικος («οὐδὲ ἦν παρασκευὴ πολυτελείας πανηγυρικῆς περὶ τὴν ταφήν», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πομπή — η, ΝΜΑ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.) νεοελλ. 1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων 2. διαπόμπευση 3. ντροπή, αίσχος,… …   Dictionary of Greek

  • ԱՇԽԱՐՀԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0263 Chronological Sequence: 5c, 11c մ. Աշխարհօրէն. մարմնապէս. հանդիսապէս ըստ աշխարհի. յն, πανηγυρικῶς ut in publicis festis *Տօնեսցուք մի՛ աշխարհապէս, այլ աստուածաբար. Ածաբ. ծն.: Սիսիան …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՏՕՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0901 Chronological Sequence: Unknown date մ. πανηγυρικῶς . Տօնախմբելով. հանդիսապէս. *Յորդորէր զմեզ տօնաբար առաքել ʼի գովութիւնս երանելեացն. Բրս. գորդ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”